- Σο, Τζορτζ Μπέρναρντ
- (Shaw, Δουβλίνο 1856 – Άγιοτ Σεντ Λόρενς, Χέρφορντσαϊρ 1950). Ιρλανδός κωμωδιογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός και μουσικός κριτικός και διηγηματογράφος. Μετά την εγκατάσταση του στο Λονδίνο το 1876, ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα. Το 1884 έγινε μέλος της σοσιαλιστικής «Φαβιανής Εταιρείας» και άρχισε να συνεργάζεται με τεχνοκριτικά άρθρα στις εφημερίδες Pall Mall Gazette και The World. Έπειτα, μεταξύ 1885 και 1892, δουλεύοντας πάντα στη The World και στη The Star, εμφανίστηκε με ψευδώνυμο και ως μουσικοκριτικός και υπέρμαχος του βαγκνερισμού στην Αγγλία. Από το 1895 άρχισε να ασχολείται με τη θεατρική κριτική στη Saturday Review. To 1892 είχε γράψει και ανεβάσει την πρώτη κωμωδία του Τα σπίτια του χήρου, όπου εμφανίζονται ήδη μερικά από τα μεγάλα θέματα της μελλοντικής οξείας κοινωνικής κριτικής του Σ., που εκφράζονται με την καταγγελία της απληστίας των ιδιοκτητών των slums (τρωγλών)· αλλά η επιτυχία του ως ανθρώπου του θεάτρου και η συμβολή του στην ανανέωση της αγγλικής σκηνής άρχισαν ουσιαστικά με τη συνεργασία του στη Saturday Review, στην οποία ο Σ. ασχολήθηκε αποφασιστικά και συστηματικά με το γκρέμισμα του «θεάτρου του 19ου αιώνα». Με τα άρθρα του εκείνα επιβλήθηκε ως καυστικός και πνευματώδης κριτικός και κατέλαβε εξαιρετική θέση στο μεγάλο ανανεωτικό κύμα του αγγλικού θεάτρου κατά το τέλος του περασμένου αιώνα και την πρώτη πενηνταετία του σημερινού ως την κρίση του πόλεμου.
Η αντίδραση στις στερεότυπες αξίες και στις κοινοτυπίες της βικτωριανής εποχής, στο όνομα ενός νέου τύπου δράματος που είχε χαρακτηριστεί λογοτεχνικό και που, κινούμενο πάνω στα χνάρια του Ίψεν, επιζητούσε επίσης μια ανανέωση της ηθοποιίας και της σκηνοθεσίας, βρήκε στο Σ. έναν άφοβο και ακούραστο υποστηρικτή: η πνευματώδης πολεμική του στρεφόταν κυρίως εναντίον της οικογένειας, της ιδιοκτησίας, της θρησκείας κλπ., εναντίον όλων των αξιών που παραδεχόταν μια κοινωνία που και η ίδια είχε αρχίσει πια να αμφιβάλλει και να κρίνει τον εαυτό της. Μεταξύ των συγγραφέων που ύψωσαν τότε τη σημαία του αντικομφορμισμού, ο Σ. ήταν αναμφισβήτητα ο πιο επιτυχημένος: μετά το Γυναικοκατακτητή (1893, αλλά παίχτηκε μόνο το 1898), στο Επάγγελμα της κυρίας Ουόρεν (1893) αντιμετώπιζε το πρόβλημα της πορνείας (το έργο απαγορεύτηκε τόσο από την αγγλική όσο και από την αμερικανική λογοκρισία και παίχτηκε μόλις το 1902), ενώ στο Ο άνθρωπος και τα όπλα (1894) σατίριζε τη ρομαντική αντίληψη του ηρωισμού. Ακολούθησαν κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα και στην πρώτη δεκαετία του 20ού η Κάντιντα (1895), Ποτέ δεν ξέρεις (1898), όπου ο Σ. επικρίνει την υποκρισία της δήθεν ηθικής εξουσίας των γονέων πάνω στα παιδιά τους, Καίσαρ και Κλεοπάτρα (1899), Άνθρωπος και υπεράνθρωπος (1903) όπου ο Σ. εκθέτει τις φιλοσοφικές ιδέες του, πολύ επηρεασμένες από τον Σοπενχάουερ και τον Νίτσε, Ταγματάρχης Μπάρμπαρα (1905), Το δίλημμα του γιατρού (1906) όπου αναπτύσσει την επικριτική άποψή του σχετικά με το επάγγελμα του γιατρού. Στο Το άλλο νησί του Τζον Μπουλ (1904) έχει στόχο του ένα τύπο του αγγλικού σνομπισμού, ενώ με τον Άπρεπο γάμο (1910) ξαναγυρίζει στην έλλειψη συνεννόησης μεταξύ γονέων και παιδιών. Από τα κατοπινά έργα του Σ., ο οποίος είχε πια επιβληθεί ως ο καυστικότερος κωμωδιογράφος της εποχής του, τα σημαντικότερα είναι Η πρώτη κωμωδία της Φανής (1911), αφιερωμένο κι αυτό στις σχέσεις γονέων και παιδιών, Πυγμαλίων (1914), ιστορία ενός καθηγητή που κατορθώνει να μεταμορφώσει μια ανθοπώλισσα σε πραγματική «λαιδη» (το θέμα ξαναχρησιμοποιήθηκε σε μουσικές κωμωδίες, κινηματογραφικές ταινίες, διασκευές και μιμήσεις) και O Ανδροκλής και το λιοντάρι (1913).
Μετά τις κωμωδίες, με σχετικά μέτρια σημασία, ο Σ. έγραψε κατά τη διάρκεια του A’ Παγκόσμιου πόλεμου και ανέβασε το Σπίτι της σπασμένης καρδιάς (1920), σάτιρα της προπολεμικής Ευρώπης, το Πίσω στον Μαθουσάλα (1922) σε πέντε μέρη, που χρειάστηκε τέσσερις συνεχείς βραδιές όταν πρωτοπαίχτηκε, και Αγία Ιωάννα (1923· όπου η Ζαν ντ’ Αρκ παρουσιάζεται σαν μια διαμαρτυρόμενη ante - litteram) που μένει ίσως το καλύτερο από ποιητική άποψη έργο του. Πραγματικά όταν γκρεμίστηκαν οι μύθοι και οι αξίες εναντίον των οποίων είχε αγωνιστεί τόσο αποφασιστικά και με τόσο πάθος, ο Σ. έχασε την κριτική δηκτικότητα που είχε στην αρχή. Από τα κατοπινά έργα του αναφέρομε μόνο τα Πολύ αληθινό για να ’ναι καλό (1932), Πάνω στα βράχια (1933), 0 απλοϊκός των απροσδόκητων νησιών (1935), Η εκατομμυριούχος (1936), Γενεύη (1938) και Φτιαχτά παραμύθια (1950).
Από τα πέντε μυθιστορήματα που έγραψε ο Σ. από το 1879 έως το 1883 και που τότε απορρίφθηκαν από τους εκδότες, τα Ένας ακοινώνητος σοσιαλιστής, Το επάγγελμα του Κάσελ Μπάιρον, Ο παράλογος κόμπος και Έρωτας ανάμεσα στους καλλιτέχνες δημοσιεύτηκαν αργότερα ως επιφυλλίδες σε εφημερίδες και κατόπιν σε τόμους. Οι μουσικές και θεατρικές κριτικές του, οι πρόλογοι των θεατρικών του έργων, η αλληλογραφία του και άλλα γραπτά του συγκεντρώθηκαν σε τόμους, όπως Η πεμπτουσία του ιψενισμού (1891), Ο τέλειος βαγκνερικός (1898), Δραματικές γνώμες και δοκίμια (1907) κλπ. Το 1925 τιμήθηκε με το Νόμπελ της Λογοτεχνίας.
O Μπέρναρντ Σο σε μια προσωπογραφία του Ογκάσταν Τζον (Μουσείο Fitzwilliam, Κέιμπριτζ).
Dictionary of Greek. 2013.